χορτοφαγικός

χορτοφαγικός
-ή, -ό, Ν
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην χορτοφαγία ή στον χορτοφάγο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χορτοφάγος. Το επίθ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”